- παραξιφίς
- παραξιφίςknife worn beside the swordfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραξιφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μικρό μαχαίρι το οποίο έφεραν δίπλα στο ξίφος («ξίφη... φοροῡσιν ἔχοντες σπιθαμαίας παραξιφίδας», Διόδ.) αρχ. στον πληθ. Παραξιφίδες τίτλος βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξίφος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
παραξιφίδα — παραξιφίς knife worn beside the sword fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξιφίδας — παραξιφίς knife worn beside the sword fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξιφίδι — παραξιφίς knife worn beside the sword fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξιφίδιον — το, ΜΑ [παραξιφίς, ίδος] υποκορ. τού παραξιφίς* … Dictionary of Greek
ՍՈՒՐ 2 — (սրոյ, սուրք.) NBH 2 0733 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c ա. ξίφος, μάχαιρα, ῤομφαία gladius, ensis παραξιφίς pugio, sica եւ ξιφόν novacula. որ եւ ՍՈՒՍԵՐ. Երկաթ սրեալ ʼի հատանել. վաղակ. վաղակաւոր. դաշոյն. նրան. եւ Դանակ. կտրոց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)